- συνεύρεσις
- (-εως) η1) совместное пребывание (где-л.); 2) см. συνουσία
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεύρεση — η, Ν συνουσία, σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνευρίσκομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνεύρεσις, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο] … Dictionary of Greek